αισθησιοκρατία

αισθησιοκρατία
η Φιλοσ.
φιλοσοφική θεωρία, κατά την οποία κάθε γνώση προέρχεται αποκλειστικά από τις αισθήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. αισθησιαρχία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αισθησιοκρατία ή αισθησιαρχία — Γνωσιολογική θεωρία που όχι μόνο αρνείται, κατά τον τρόπο του εμπειρισμού, την ύπαρξη γνωστικών αρχών οι οποίες δεν προέρχονται από την εμπειρία, αλλά και θεωρεί ως μοναδική πηγή της γνώσης την αίσθηση. Όσο κι αν ο όρος α. δεν υιοθετήθηκε στο… …   Dictionary of Greek

  • αισθησιαρχία — η η αισθησιοκρατία. [ΕΤΥΜΟΛ. Όρος τής φιλοσοφίας που πλάστηκε από τον Γρατσιάτο για να αποδώσει στα Ελληνικά το sensualismus < λατ. sensualis, «ο αναφερόμενος στις αισθήσεις, αισθητικός» < sensus «αίσθηση» ο όρος έχει αποδοθεί επίσης και ως …   Dictionary of Greek

  • αισθησιοκρατικός — ή, ό [αισθησιοκρατία] 1. αυτός που αναφέρεται στη θεωρία τής αισθησιοκρατίας 2. ο οπαδός τής αισθησιοκρατικής θεωρίας …   Dictionary of Greek

  • αισθησιολογία — Κλάδος της ανατομίας και της φυσιολογίας που ασχολείται με τη λειτουργία των αισθητηρίων οργάνων (γεύσης, όρασης, όσφρησης, αφής και ακοής). * * * η [αίσθηση] η αίσθησιοκρατία* …   Dictionary of Greek

  • αντίφαση — Σχέση ανάμεσα σε δύο καταστάσεις, δύο γεγονότα ή δύο κρίσεις, κατά την οποία αν αληθεύει ότι Α είναι Β, δεν μπορεί συγχρόνως να αληθεύει και ότι Α δεν είναι Β. Η αρχή της α., μαζί με την αρχή της ταυτότητας και την αρχή του αποκλεισμού του τρίτου …   Dictionary of Greek

  • γνωσιολογία — Ο κλάδος της φιλοσοφίας που εξετάζει και επαληθεύει τους όρους της εγκυρότητας της γνώσης, τα όρια μέσα στα οποία πραγματοποιείται, τη φύση των σχέσεων μεταξύ της σκέψης και του αντικειμένου καθώς και μεταξύ της σκέψης και της αλήθειας. Τον όρο… …   Dictionary of Greek

  • διαφωτισμός — Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • σενσουαλισμός — ο, Ν (φιλοσ.) αισθησιοκρατία, φιλοσοφική θεωρία τού Γάλλου διανοητή Κοντιγιάκ, σύμφωνα με την οποία όλες οι γνώσεις τού ανθρώπου δεν είναι τίποτε άλλο από προϊόν τών αισθήσεών του. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. sensualisme… …   Dictionary of Greek

  • Κοντιγιάκ, Ετιέν Μπονό ντε- — (Étienne Bonnot de Condillac, Γκρενόμπλ 1715 – Μποζανσί 1780). Γάλλος φιλόσοφος. Ήταν επικεφαλής της σχολής των λεγόμενων ιδεολόγων. Η θεωρία του, που είναι γνωστή ως αισθησιοκρατία, επηρέασε πολλούς μεταγενέστερους στοχαστές και αποτέλεσε… …   Dictionary of Greek

  • κριτική — Η νοητική ενέργεια του χαρακτηρισμού και της εκλογής και, γενικά, της κρίσης. Κοινή σε όλους τους ανθρώπους ως πρωταρχική ιδιότητα της νόησης, η κ. ασκείται σε κάθε αντικείμενο της γνώσης και, μεταξύ άλλων, στην τεχνική και στα προϊόντα των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”